- μπουγιουρντί
- τό1) документ (об увольнении, приговоре и т. п.);
τοϋδωσαν το μπουγιουρντί — а) его уволили; — б) юр. его осудили;
2) нахлобучка, выговор, отчитывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοϋδωσαν το μπουγιουρντί — а) его уволили; — б) юр. его осудили;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουγιουρντί — το (Μ [μ]πουγιουρουλ[ν]τί) νεοελλ. 1. έγγραφο οποιασδήποτε αρχής που φέρνει δυσάρεστες ειδήσεις ή διαταγές 2. επίπληξη, επιτίμηση, κατσάδα μσν. έγγραφη διαταγή Τούρκου αξιωματούχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. buyrultu] … Dictionary of Greek